- διαφορικός
- -ή, -ό (Μ διαφορικός, -ή, -όν)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διαφορά2. μαθ. αυτός που ανάγεται στο διαφορικό*3. το ουδ. ως ουσ. το διαφορικό*μσν.1. αυτός που συμφέρει, συμφερτικός2. πολύτιμος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαφορικός — ή, ό 1. αυτός πού έχει σχέση με τη διαφορά, τη μεταβλητότητα αριθμών και ποσοτήτων: Διαφορικές εξισώσεις. – Διαφορικός λογισμός. 2. το ουδ. ως ουσ., διαφορικό εξάρτημα της μηχανής του αυτοκινήτου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απειροστικός λογισμός — Ένας από τους πιο βασικούς και δημιουργικούς κλάδους των μαθηματικών. Η προσφορά του στον ανθρώπινο πολιτισμό, ανεξάρτητα από τη γοητευτική ομορφιά των εννοιών και των μεθόδων του που αφορά τους επαΐοντες, είναι τεράστια. Γενικά, η οφειλή της… … Dictionary of Greek
λογισμός — (Μαθημ.). Όρος που συναντάται σε διάφορα πεδία των μαθηματικών: απειροστικός λ., διαφορικός λ., ολοκληρωτικός λ., αριθμητικός λ., διανυσματικός λ., από μνήμης λ., γραπτός λ., μηχανικός λ., λ. της λογικής κλπ. Ο όρος λ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά για… … Dictionary of Greek
ντιφερανσιέλ — το άκλ. το διαφορικό τού αυτοκινήτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. differentiel «διαφορικός» < λατ. differo «διαφέρω»] … Dictionary of Greek
διαγωγιμότητα — Μία από τις τρεις σημαντικές παραμέτρους που χρησιμοποιούνται για την περιγραφή της συμπεριφοράς των τριόδων λυχνιών σε κυκλώματα. Συμβολίζεται με gm και ορίζεται ως ο διαφορικός λόγος: όπου ia το ανοδικό ρεύμα, Vg η τάση πλέγματος και Va η… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Φουμπίνι, Γκουίντο — (Fubini, Βενετία 1879 – Νέα Υόρκη 1943). Ιταλός μαθηματικός και πανεπιστημιακός. Το 1938, για να αποφύγει τις φασιστικές καταδιώξεις στην πατρίδα του, μετανάστευσε στις ΗΠΑ, όπου δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Σε αυτόν οφείλονται… … Dictionary of Greek
Χατζιδάκις — Επώνυμο 2 Ελλήνων μαθηματικών. 1. Ιωάννης (Μύρθιο, Κρήτη 1844 – Αθήνα 1921). Μετά τις σπουδές του, το Πανεπιστήμιο Αθηνών τον έστειλε υπότροφο στο Παρίσι και στο Βερολίνο. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1873 και αφού διετέλεσε καθηγητής στη Σχολή… … Dictionary of Greek
λογισμός — ο 1. σκέψη, στοχασμός: Ο λογισμός του έτρεχε στα παιδιά του που είχε να τα δει χρόνια. 2. (μαθημ.), υπολογισμός: Διαφορικός λογισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)